- σμιλιγλύφος
- σμῑλιγλύφος [ῠ], ον,A chiselling,
τέχναι Epigr.Gr.402.3
([place name] Galatia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχναι Epigr.Gr.402.3
([place name] Galatia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμιλιγλύφος — ον, Α αυτός που γλύφει ή χαράσσει με σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + γλυφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος. Το ι τοῦ α συνθετικού είναι πιθ. αναλογικό προς άλλους τ. (πρβλ. πυκι μηδής) ή προέρχεται από το υποκορ. σμιλίον] … Dictionary of Greek
σμιλιγλύφοις — σμιλιγλύφος chiselling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)